ακαγιά (η)
μισοκαμένο ξύλο.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στα καρβουνοκάμινα, όπου μένουν μισόκαυστα ξύλα: “Καλά πήγε το καμίνι, μου έμεινε όμως κάτι ακαγιές και λίγα άκαα…”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀκαγιὰ: /ἡ/ (ἀ-καίω) = ἡμίκαυστον ξύλον ἤ προϊὸν ἀνθρακοκαμίνου, πρᾶγμα μαυρισμένον ὅπως τὸ ἡμίκαυστον ξῦλον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης