αϊτάρω
βοηθώ, προσωπικά, σε μια αγροτική, κυρίως εργασία.
Η βοήθεια αυτή λέγεται αϊτάρισμα.
Το αϊτάρισμα = πράξη αλληλοβοήθειας και συνεργασίας, ήταν συχνά δανεικό. Ποτέ όμως με αμοιβή. “Τον αϊτάρισα πέντε μεροδούλια στ΄ αμπέλια του” – “Πήγα και τον αϊτάρισα στο θέρο,, γιατί μ΄ αϊτάρισε κι αυτός στ΄ αμπέλι”.
Ἀϊτάρω: (Ί. aiutare) = βοηθῶ αὐτοπροσώπως εἰς ἐργασίαν.
Αϊτάρω: ( αϊ ή αεί +ταίρι) = βοηθώ τον συνέταιρο, αντιλαμβανόμενος την ανάγκη του. Αΐ =αιολικά αντί αεί. «Αΐτας, ο, (Δωρ. λέξις) επί φιλουμένου νεανίου (φίλου)». Αΐω (επαΐω): εννοώ, καταννοώ, αντιλαμβάνομαι (Λεξ. Ελλην. Γλώσσης, Liddell- Scott). Στη Λευκάδα το «αϊτάρισμα» είναι η αλληλοβοήθεια χωρίς οικονομικό αντίκρισμα, κυρίως στις δύσκολες αγροτικές εργασίες (σημαντικό ότι ισχύει έως τις μέρες μας…)
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα
Ετυμολογική σημείωση:
ούτε από το αϊ ή αεί +ταίρι, ούτε από το ιταλ. aiutare (απ’ όπου το αγιουτάρω), αλλά από το βεν. aidar ‘βοηθάω’, άλλος τύπος: αϊτέρνω (βλ.λ.), με παρασύνδεση προς το αϊταίρι (βλ.λ. αϊτέρι, αητέρι) επειδή τη βοήθεια σου την παρέχουν συνήθως οι σύντροφοι
(Π.Γ. Κριμπάς)