αγριονομή (η)
τόπος θαμνώδης, ακαλλιέργητος, κατάλληλος για βοσκή ζώων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγριονομὴ: /ἡ/ (ἄγριος-νομὴ) = χῶρος καλυπτόμενος ἀπὸ αὐτοφυεῖς θάμνους, δασικὴ ἔκτασις.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης