αγριολάπατο (το)
άγριο λάπατο, η ξινίθρα.
Χρησιμοποιείται θεραπευτικά: “Το σιπόρον του αγριολάπατου να το θέσει η γυναίκα να φανεί ως παρθένος του αντρός”. (Από χργρ. γιατροσόφι – Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 90).
Το βάνουν και στις λαχανίπιτες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
Από το άγριος + λάπατο (<αρχ. λάπαθον, *λάπατον).
(Π.Γ. Κριμπάς)