Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγουρόλαδο ή αγρόλαδο (το)

το άγουρο λάδι που πρασινίζει και θεωρείται γευστικό και πολύ θρεπτικό.
Είναι το πρώτο λάδι της σοδιάς, εκθλίβεται πρώιμα, το φθινόπωρο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀγ(ου)ρόλαδο:  /τὸ/ (ἄωρος-ἔλαιον) = ἔλαιον ἐκ νωπῶν πρασίνων ἐλαιῶν ἐκθλιβὲν χωρὶς τὴν χρῆσιν θερμοῦ ὕδατος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀγρόλαδο = ἀγουρόλαδο, τό λάδι πού βγαίνει ἀπό ἄγουρες ἐλιές. Ὁλίγον πικρό.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Ετυμολογική σημείωση:
Όχι απευθείας από τα «ἄωρος-ἔλαιον», αλλά από τους αντίστοιχους δημώδεις εξελιγμένους τ. άγουρος και λάδι.

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.