άγνεστος -ο (το)
το μαλλί που δεν έχει γίνει ακόμα κλωστή.
“έχω πολλά μαλλιά να γνέσω”, “το λινάρι δεν το έγνεσα ακόμα, η ακαμάτρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
Από το στερητικό α- και το ρ. γνέθω.
(Π.Γ. Κριμπάς)