Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

άγνεστος -ο (το)

το μαλλί που δεν έχει γίνει ακόμα κλωστή.

“έχω πολλά μαλλιά να γνέσω”, “το λινάρι δεν το έγνεσα ακόμα, η ακαμάτρα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ετυμολογική σημείωση:

Από το στερητικό α- και το ρ. γνέθω.

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.