αγνάντιο (το)
τόπος αγναντερός, ξέφαντο.
“εβήκες στ’ αγνάντι, βλέπω”, “έπιασα τα αγνάντιο και καρτερώ να τους δω να φανούνε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγνάντιο: /τὸ/ (ἀνάντης) = τόπος ἐκτεταμένης θέας, ξέφαντο, βίγλα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
Όχι από το ἀνάντης, αλλά από το ενάντιος (ουδ. ενάντιον), με αφομοίωση /e/-/a/ > /a/-/a/. Το -γ- είναι ίσως εξέλιξη επενθετικού /j/ (πβ. αγλί, βλ.λ.), τ.έ. ενάντιον < *ανάντιον < *αϊνάντιο(ν) < αγνάντιο.
(Π.Γ. Κριμπάς)