αγνάντεμα (το)
- η επισκόπηση από μακρινό ή υψηλό τόπο.
- το μέρος από όπου παρατηρούμε τα γύρω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
Από το αγνάντια (βλ.λ.) και το ονοματικό επίθημα -μα.
(Π.Γ. Κριμπάς)