Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγκουσεύω ή αγγουσεύω -ομαι

προκαλώ στεναχώρια και θλίψη σε κάποιον. Θλίβομαι και στενοχωριέμαι.
“μην αγγουσεύεις το παιδί”
Άγγελος Σικελιανός: Χωριάτικος γάμος”η βοή σα μιας γελάδας, που αγκουσεύει το περίσσιο γάλα”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀγκ(ου)σεύω – ομαι:  (ὄγκος, ἄγχος, Ἰ. angoscia) = θλίβω, λυπῶ, στενοχωρῶ, θλίβομαι, λυποῦμαι, στενοχωροῦμαι.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ετυμολογική σημείωση:
από το αγκούσα (βλ.λ.) + -εύ-ω (δεσμευμένο μόρφημα παραγωγής ρημάτων)

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.