Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγκούσα ή αγγούσα (η)

στενοχώρια, θλίψη.
“έχω μεγάλες αγγούσες… μου τρυπάνε την καρδιά”, “μόδωκες μεγάλη αγγούσα με αυτά που ‘πες”, “μ’ αγγούσεψες…”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀγκοῦσα:  /ἡ/ (ὄγκος, ἄγχος, Ἰ. angoscia) = θλίψις, στενοχωρία, μελαγχολία.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Με -γκ-. η συνηθισμένη σε μας σημασία (γιατί έχει κι άλλες) είναι η στενοχώρια, η θλίψη. Πιθανότερη ετυμολογία είναι από το βενετσιάνικο angossa, λατινικό angustia, που σημαίνει “στενό πέρασμα” ή και από το αρχαίο ογκούσα, μετοχή του ογκώ (φουσκώνω) βλ. Μπαμπινιώτη και Ακαδημίας (Α/147) λέξη ογκούμαι.
Και η λέξη μας με το “στενό” και τον όγκο βρίσκεται σε στενή σχέση.
Ο συσχετισμός του Λάζαρη με το άγχος (ιταλικό Angoscia) μου φαίνεται “τραβηγμένος”. Πλησιέστερο θεωρώ το ενετικό angossa, δάνειο του ελληνικού ογκούσα.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Ἀγκούσα = στενοχώρια, εἰρων. εἶχα μιά ἀγκούσα, (εἶχα μιά στενοχώρια, μιά σκασίλα)

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Ετυμολογική σημείωση:
ο τύπος αγκούσα θα μπορούσε, φωνολογικά, να έχει προέλθει τόσο από το βενετ. angossa, όσο και από το ιταλ. angoscia.
Πιθανότερη είναι βενετ. προέλευσή του, καθότι, σε όλες τις επτανησιακές γεωγραφικές ποικιλίες, αλλά και γενικότερα στη Νεοελληνική, τα βενετ. δάνεια έχουν συνήθως δημώδη, μη εξειδικευμένη σημασία (τ.έ. συνήθως δεν αφορούν π.χ. νομική ή τεχνική ορολογία), ενώ από την Ιταλική προέρχονται κυρίως δάνειοι όροι ειδικών θεματικών πεδίων.
Τα αρχ.ελλ. ὄγκος, ὀγκούσα είναι ετυμολογικώς άσχετα, καθώς τόσο το βεν. angossa όσο και το ιταλ. angoscia ανάγονται στο λατ. angustia (ινδ.-ευρ. ομόρριζο του αρχ.ελλ. ἄγχος)

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.