Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγκουρέτο (το)

η μικρή άγκυρα που χρησιμοποιείται σε μικρά και ελαφρά πλεούμενα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀγκο(υ)ρέτο /τὸ/ (ἄγκυρα, Ἰ. ancoretto) = μικρὰ ἄγκυρα λέμβου.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ετυμολογική σημείωση:
από το ιταλ. ancoretto ή από το βενετ. ancorèto

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.