αγκουρέτο (το)
η μικρή άγκυρα που χρησιμοποιείται σε μικρά και ελαφρά πλεούμενα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγκο(υ)ρέτο /τὸ/ (ἄγκυρα, Ἰ. ancoretto) = μικρὰ ἄγκυρα λέμβου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
από το ιταλ. ancoretto ή από το βενετ. ancorèto
(Π.Γ. Κριμπάς)