αγκωνιάζω
σπρώχνω κάποιον στην γωνία, τον στριμώχνω στον τοίχο ή σε κορμό δέντρου με εχθρικές διαθέσεις.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγκωνιάζω (ἀγκών) = ἀπωθῶ ἤ περιορίζω (στριμώχνω) εἰς γωνίαν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
Όχι απευθείας από το ἀγκών (> αγκώνας), αλλά μέσω του παραγώγου του, αγκωνή (βλ.λ.), σε σύνθεση με το παραγωγικό επίθημα -ι-άζ-ω.
(Π.Γ. Κριμπάς)