αγκλέορας (ο)
το καλαμοειδές φυτό ελλέβορος.
Απ΄τα σπέρματα του, παρασκεύαζαν παλιότερα καθαρτικό.
Λέγεται κοινώς γαλατσίδα και σκάρφη. “ο ελλεβόρος λέγεται και σκάρφη” (Από παλιό γιατροσόφι).
Στην Λευκάδα λέγεται και υβριστικά πχ. “δεν βγάνεις τον αγκλέορα;” , “έφαγες τον αγκλέορα”.
Κατάρα: “να βγάλεις τον αγκλέορα, Παναγιά μου”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγκλέορας: /ὁ/ (ἐλλέβορος) = εἶδος τοῦ φυτοῦ εὐφορβίου ἔχον τοξικὰς ἰδιότητας (ἐκ τῶν σπερμάτων του παρεσκευάζετό ποτε καθαρτικόν), ἡ γαλατσίδα. Λέγεται καὶ ὡς ὕβρις: «ἀγκλέορας», «βγάλ’ τὸν ἀγκλέορα».
Ἀγκλέουρας, § φυτὸν δηλητηριῶδες, ὅπερ ἐπιφέρει πνγιμόν· δι᾿ ὃ καὶ καταρώμενοι λέγ. νὰ φᾶς τὸν ἀγκλέουρα ἐπὶ πολυφάγων ἢ νὰ ᾿βλάλῃς τὸν ἀγκλέουρα ἐπὶ φωνασκοῦντων.
Σημ. ἄγνωστος ἡμῖν ἡ παραγωγὴ τῆς λ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Ετυμολογική σημείωση:
ο τύπος αγκλέορας (όπως και ο τύπος της ΝΕΚ αγλέουρας) ανάγονται στο αρχ.ελλ. ἐλλέβορος, με ανομοίωση των δύο [e] ([e – e] > [a – e]), με κλειστοποίηση και υπερωικοποίηση του πρώτου [l] ([ll] > [gl]) (πβ. το παρόμοιο – αν και όχι ταυτόσημο – φαινόμενο έννοια > έγνοια, τύραννος > τούραγνος), με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [v] (πβ. διάβολος > διάολος) και με μετάπλαση θέματος λόγω προπαροξυτονίας (πβ. μάγειρος > μάγειρας, πάγουρος > κάβουρας κ.ά.)
(Π.Γ. Κριμπάς)