αγιουλίσιος -α, -ο
έχει το χρώμα του αγιουλιού. “μελάνη αγιουλίσια”.
“αγιουλιά εσαλεύανε του λιναριού τα πεύκια (υφαντά) κάτω”
Άγγελος Σικελιανός: Αλαφροΐσκιωτος, 824
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
από το αγιούλι (βλ.λ.) + -ίσι-ο-ς/-ήσι-ο-ς (< λατ. -ens-i-s, δεσμευμένο μόρφημα παραγωγής επιθέτων)
(Π.Γ. Κριμπάς)