Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγιόκλημα (το)

φυτό αναρριχώμενο του κήπου και του αγρού. Αναδίνει εξαίσια και λεπτή ευωδιά, βγάζοντας άνθη άσπρα, κυρίως, αλλά και κόκκινα. Δεν λείπει από κανέναν περιποιημένο κήπο ή περιβόλι στην Λευκάδα, με παράδοση αιώνων, όπως και πολλά άλλα “παραδοσιακά λουλούδια”.

“όπου επρασίνιζε πυκνός ο νύλακας, το μύρτο/τ΄αγιόκλημα, η μελετινή…”
Αρ. Βαλαωρίτης – Φωτεινός Β΄, 7

Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Φωτεινό


Ετυμολογική σημείωση:
από το μσν. αγιόκλημα < αιγόκλημα με παρετυμολογική επίδραση του συνθετικού αγιο-, ίσως επειδή από τα φύλλα του κάνουν στεφάνια

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.