αγιόκλημα (το)
φυτό αναρριχώμενο του κήπου και του αγρού. Αναδίνει εξαίσια και λεπτή ευωδιά, βγάζοντας άνθη άσπρα, κυρίως, αλλά και κόκκινα. Δεν λείπει από κανέναν περιποιημένο κήπο ή περιβόλι στην Λευκάδα, με παράδοση αιώνων, όπως και πολλά άλλα “παραδοσιακά λουλούδια”.
“όπου επρασίνιζε πυκνός ο νύλακας, το μύρτο/τ΄αγιόκλημα, η μελετινή…”
Αρ. Βαλαωρίτης – Φωτεινός Β΄, 7
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Φωτεινό
Ετυμολογική σημείωση:
από το μσν. αγιόκλημα < αιγόκλημα με παρετυμολογική επίδραση του συνθετικού αγιο-, ίσως επειδή από τα φύλλα του κάνουν στεφάνια
(Π.Γ. Κριμπάς)