αγάς (ο)
Έτσι “στόλιζαν” οι νοικοκυρές τους άντρες τους. Αφέντης, νοικοκύρης.
Μτφρ. ο αυταρχικός, δεσποτικός. “Που είναι αυτός ο αγάς;”
Καρσάνικα, ΗΧΩ της Λευκάδας – Δημ. Κατωπόδης
Ετυμολογική σημείωση:
από το τουρκ. ağa (ίσως αραβ. αρχής)
(Π.Γ. Κριμπάς)