αγανιά
απρεπής πράξη, υπερβολική κατακριτέα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀγανιἁ: /ἡ/ (ἄγαν, ἄγνυμι) = πρᾶξις ἐπίμεμπτος, ὑπερβολή, ἀπρέπεια.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
ίσως πρόκειται για ιδιωματικό τύπο του αβανιά (= συκοφαντία, κακοτυχία), το οποίο συνήθως (έτσι π.χ. το ΛΚΝ) ετυμολογείται, μέσω του μσν. αβάνης (= συκοφάντης), από το αραβ. hawān (= προδότης).
Σε κάθε περίπτωση, η αναγωγή στα ἄγαν, ἄγνυμι (άσχετα και μεταξύ τους) είναι μορφολογικά και ιστορικά αδύνατη
(Π.Γ. Κριμπάς)