αφύσκος -η -ο
αυτός που κάνει αφύσικα πράγματα, ο αηδής, ο λαίμαργος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀφύσ(ι)κος -η -ο (ἀ – φυσικὸς) = ἀσυνήθης, λαίμαργος, ἀσελγής, ἀηδής. (ἀφύσικος)
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Αφσκιά και αφσκολόγα.
Σε απάντηση στον μακαρίτη Λάκη Μαμαλούκα, υποστηρίξαμε πως δεν είναι η λέξη μας “αφουσκόλογα” (από τη φούσκα) αλλά από τα αφύσικα λόγια, τα βρωμόλογα, που οι βυζαντινοί τα αποκαλούσαν χαρακτηριστικά “ου φωνητά”, που δεν λέγονται δηλαδή. Και ο λαός μας “αφύσικα”. φυσικό θεωρείται το σεμνό.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης