Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αφύσκος -η -ο

αυτός που κάνει αφύσικα πράγματα, ο αηδής, ο λαίμαργος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀφύσ(ι)κος -η -ο (ἀ – φυσικὸς) = ἀσυνήθης, λαίμαργος, ἀσελγής, ἀηδής. (ἀφύσικος)

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Αφσκιά και αφσκολόγα.
Σε απάντηση στον μακαρίτη Λάκη Μαμαλούκα, υποστηρίξαμε πως δεν είναι η λέξη μας “αφουσκόλογα” (από τη φούσκα) αλλά από τα αφύσικα λόγια, τα βρωμόλογα, που οι βυζαντινοί τα αποκαλούσαν χαρακτηριστικά “ου φωνητά”, που δεν λέγονται δηλαδή. Και ο λαός μας “αφύσικα”. φυσικό θεωρείται το σεμνό.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.