Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αύκος (ο)

το αγριομπίζελο, κοινώς αγριοκόκκι (=λάθυρος ο ωχρός).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Αὖκος, § εἶδ. ἀγρίου ὀσπρίου ἐκ τοῦ εἴδους τῶν λαθύρων. ΚΝ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.