αφάλι (το)
ο αφαλός, ομφαλός.
Λέμε: “Μου πονεί ο αφαλός” ή “Θα σου κόψω τον αφαλό” – “θα σ΄ αφαλοκόψω” (απειλή).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀφάλ(ι) /τὸ/ = τὸ ὀμφάλιον, ἡ ὀμφαλίς, ὁ ὀμφάλιος λῶρος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης