άερα – κάερα (επίρρ.)
όταν κανείς λέει ανοησίες, άλλ΄ αντ΄ άλλων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
το γεγονός ότι στα κεφαλονίτικα η ίδια έκφραση (που λέγεται και άιρα και κάιρα) σημαίνει παντού, εδώ κι εκεί υπονοεί ότι η αρχική του σημασία στα λευκαδίτικα ήταν αυτή, καθώς φαίνεται να έχει και πιο λογική ετυμολογία: κάερα < (τα) Κάιρα (πληθ. του Κάιρο, πβ. τα Παρίσια, τα Λονδίνα κ.λπ.) και άερα θα πλάστηκε ως παρήχηση του κάερα με αποβολή του /k/, πβ. άρες-μάρες-κουκουνάρες κ.λπ.
(Π.Γ. Κριμπάς)