Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

άερα – κάερα (επίρρ.)

όταν κανείς λέει ανοησίες, άλλ΄ αντ΄ άλλων.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ετυμολογική σημείωση:
το γεγονός ότι στα κεφαλονίτικα η ίδια έκφραση (που λέγεται και άιρα και κάιρα) σημαίνει παντού, εδώ κι εκεί υπονοεί ότι η αρχική του σημασία στα λευκαδίτικα ήταν αυτή, καθώς φαίνεται να έχει και πιο λογική ετυμολογία: κάερα < (τα) Κάιρα (πληθ. του Κάιρο, πβ. τα Παρίσια, τα Λονδίνα κ.λπ.) και άερα θα πλάστηκε ως παρήχηση του κάερα με αποβολή του /k/, πβ. άρες-μάρες-κουκουνάρες κ.λπ.

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.