αδράζω ή αδράχνω
πιάνω κάποιον με γρήγορη κίνηση, με βίαιες διαθέσεις.
“Τον άδραξα από το λαιμό, αλλά μου ξέφυγε”, “άδραξα μια πέτρα και έριξα κατ΄ απάνω του” – “Τον άδραξα απ΄ τα μαλλιά και τον έβγαλα απ΄ τη θάλασσα. Τον έσωσα.”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀδράζω: (ἀ-δράσσω) = συλλαμβάνω διὰ ταχείας κινήσεως, κρατῶ διὰ τῆς χειρός.
Ἁδράζω = ἁρπάζω κάτι μέ ὁρμή, ἤ πιάνω κάτι μέ ὄρεξη (ἀπό τή λέξη ἅδραγμα).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ετυμολογική σημείωση:
υποχωρητικός σχηματισμός από το ελνστ. δράσσω (αρχ. δράσσομαι) με τη συνηθέστατη σε όλο το Ιόνιο (και σε άλλα δημώδη νεοελληνικά ιδιώματα) ανάπτυξη προθετικού α- από συμπροφορά με προηγούμενη λέξη που έληγε σε /a/ και επανανάλυση (π.χ. να δράξω > ν’ αδράξω > αδράζω)
(Π.Γ. Κριμπάς)