Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αδράχτι (το)

ξυλινόβεργα, πιο λεπτή στις δύο άκρες και εξογκωμένη ελαφρά στο κέντρο, στην οποία τυλίγουν το νήμα της ρόκας, που είναι προϊόν γνεσίματος. Έχει μήκος 30-40 εκ. και απαραίτητο συμπλήρωμα του είναι το σφοντύλι.
Σε παλιό χειρόγραφο του 1724 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε “τέσσερα αδράχτια” και του 1822 “δύο σφοντύλι” σε περιγελαστικό δημοτικό τραγούδι:
Πέντε μήνες, πέντε αδράχτια
πότε τα ΄γνεσα η κοράφτρα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀδράχτι:  /τὸ/ = ἄτρακτος, ξύλινον στέλεχος περιτυλίξεως νήματος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀδράχτι § ἐργαλεῖον τοῦ ἐλαιοτριβείου.

Σημ. ἐκ τοῦ ἄτρακτος κατὰ τὰ Δωρ. Άδραμύττειον ἀντὶ Ἀτραμμύττειον κτλ. (Σύλλ. 4). Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν σημασίαν ταύτην.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.