Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αδειά (η)

  1. ευκαιρία χρόνου, άνεση χρόνου: “να ΄χα τ΄ν΄αδειά σ΄και τ΄πλατωσά σ¨”, – “έχεις αδειές και παλτωσές τώρα” – “άμα βρω αδειά, θα έρθω να τα κουβεντιάσουμε”.
  2. τόπος ανοιχτός, μικρή πλατεία αλάνα, “πάμε να παίξομε εκεί που είναι αδειά;”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


ἀδειά (ἡ): μεταξύ τῶν ἄλλων καί ἐλεύθερος χῶρος, πλατεῖα.

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.