αδειά (η)
- ευκαιρία χρόνου, άνεση χρόνου: “να ΄χα τ΄ν΄αδειά σ΄και τ΄πλατωσά σ¨”, – “έχεις αδειές και παλτωσές τώρα” – “άμα βρω αδειά, θα έρθω να τα κουβεντιάσουμε”.
- τόπος ανοιχτός, μικρή πλατεία αλάνα, “πάμε να παίξομε εκεί που είναι αδειά;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
ἀδειά (ἡ): μεταξύ τῶν ἄλλων καί ἐλεύθερος χῶρος, πλατεῖα.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου