αδά ή μαδά (επίρρ.)
μήπως … (“αδά ξέρω;”, “μαδά πήγα …”, “μαδά πέρασε από δω;”),
ο τύπος αυτός συναντάται στα χωριά περισσότερο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
Το αδά από τα αν + δα, το μαδά από τα μα + δα ή από τα μη + αν + δα.
Η συνήθης ετυμολόγηση του δα είναι από το αρχ. δή με επίδραση του δεικτικού να, αλλά δεν τη θεωρώ ικανοποιητική. Εικάζω πιθανή προέλευση από τα εδώ + να (> εδωνά > δα) (πβ. θε’να > θα).
(Π.Γ. Κριμπάς)