αχρόνιαγος -η -ο
αυτός που δεν χρόνιασε.
κατάρα: “μωρέ αχρόνιαγο, να μη σ΄ εύρει ο χρόνος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀχρόνιαγος -η -ο (ἀ-χρόνος) = ὁ μὴ συμπληρώσας ἔτος, λέγεται καὶ ὡς κατάρα: «μωρὲ ἀχρόνιαγο» = βρὲ ποὺ νὰ μὴ συμπληρώσης ἔτος ζωῆς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Αχρόνιαγο, το: (βρισιά) α στερ. + χρόνος = να μη σε βρει ο χρόνοςΓλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα