Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αχρόνιαγος -η -ο

αυτός που δεν χρόνιασε.
κατάρα: “μωρέ αχρόνιαγο, να μη σ΄ εύρει ο χρόνος”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀχρόνιαγος -η -ο (ἀ-χρόνος) = ὁ μὴ συμπληρώσας ἔτος, λέγεται καὶ ὡς κατάρα: «μωρὲ ἀχρόνιαγο» = βρὲ ποὺ νὰ μὴ συμπληρώσης ἔτος ζωῆς.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Αχρόνιαγο, το: (βρισιά) α στερ. + χρόνος = να μη σε βρει ο χρόνοςΓλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.