αχούρι (το)
σταύλος, αχυρώνας
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀχοῦρι /τὸ/ (Ἀλ. ἀχσούρ. Σ. ἀχὰρ) = ἀχυρών, σταῦλος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
σταύλος, αχυρώνας
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀχοῦρι /τὸ/ (Ἀλ. ἀχσούρ. Σ. ἀχὰρ) = ἀχυρών, σταῦλος.