άχαρος -η -ο
- ο ανεπιτήδειος για κάτι, ακατάλληλος για κάτι: “Ο τάδε είναι άχαρος (ή) δεν κάνει γι΄ αυτή τη δουλειά”.
- ο δυστυχής, αυτός που δε νιώθει χαρά. “Έχασε τον άντρα της κι έμεινε έρμη κι άχαρη”.
- “Άχαρη συζήτηση” = κουραστική, χωρίς νόημα. ΒΑΛ. Η σκλάβα: “Κι αν ίσως και στο δρόμο σου / … πιστό περιστεράκι μου / την άνοιξη μια μέρα / τα χελιδόνια τ΄ άχαρα αν τύχει κι απαντήσεις / να μου τα χαιρετήσεις / μ΄ ένα γλυκό φιλί”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄχαρος -η -ο (ἀ-χαρά, χάρις) = ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐχάρη, ἀχαρής: «ἀπαράτησε τ’ ἄχαρο παιδὶ θερμασμένο κι’ ἔφυγε», «εἶν’ ἄχαρος καὶ κακομοίρς», ὁ μὴ ἔχων χάριν, ὁ ἀδέξιος.
Ἄχαρος § ὁ ἄνευ χάριτος. Π. ἄχαρος ἄνθρωπος· ὅταν συμπονῶμεν τινὰ λέγομεν ὁ ἄχαρος.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἄχαρις
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
«Τ΄ ἄχαρα κόκκαλά μου» (σελ.151, Ἀθανάσιος Διάκος, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ)
Σημαίνει ἐνταῦθα οἰκτιρμόν, ταλανισμόν, ὡς καὶ τὸ φτωχὸς καὶ τὸ δύστυχος καὶ τά παραπλήσια. Ὡς ἐκφαυλιστικὸν δὲ συνεκφέρεται συνήθως μετ΄ ἄλλης ἐπεξηγητικῆς λέξεως, π.χ. ἄχαρος και κακόμοιρος.
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο