Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αχαμνός -ή -ό

ο σκελετωμένος, ο λιπόσαρκος, ο αδύνατος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀχαμνὸς -ὴ -ὸ (ἀ-χαίνω, ἀχανὴς) = λειπόσαρκος, ὀστεώδης, σκελετωμένος, ἄπαχος, «τ’ ἀχαμνὰ» = οἱ ὄρχεις τοῦ ἀνδρός.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.