Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αχάλι (το)

σκληρή ακανθώδης σκούπα, θρουμπόσκουπα με την οποία μαζεύουν στα αλώνια τα στάχυα που ξέμειναν άθικτα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀχάλι /τὸ/ (Ἰ. aguglia, aguila ; ) = ποικιλία τοῦ ἀκανθοφρυγάνου, ἐχίνωψ.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀχάλι = τό ἐχίνωψ, ἀκανθοφόρο φυτό μέ μακριά ἀγκάθια εἴδους βελόνας, πού τό χρησιμοποιοῦν στά ἁλώνια γιά καθάρισμα τοῦ σιταριοῦ ἀπ᾿  τά ἄχυρα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.