αμπρακώνω – ομαι
κρατώ από τον βραχίονα κάποιον – παίρνω στα χέρια μου τη ρόκα, γνέθω.
Δημ. τραγ. Λευκάδας: “Τη Δευτέρα δευτεριάζω / και την Τρίτη δε χτενίζω / … και την Κυριακή που σ΄κώθ΄κα / τη ροκούλα μ΄ αμπρακώθ΄κα …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμπρακώνω -ομαι και Ἀναμπρακώνω -ομαι: (Ἰ. abbraciare) = κρατῶ ἀπὸ τοῦ βραχίονος στοργικῶς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης