αμπωξά ή αμπωσά
- σπρωξιά “Άμπωσε την πόρτα να ανοίξει” – “δώσ΄ του την αμπωξιά του” λέμε για πρόσωπο που επιζητείται η κωμικοποίηση του και η δημιουργία ατμόσφαιρας αστεϊσμού.
- βοηθώ κάποιον: “θέλει λίγο σπρώξιμο το παιδί, είναι αδύνατο στα μαθήματα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμπωξὰ / Ἀμπωσὰ: /ἡ/ (ἀπωθέω -ῶ, ἄπωσις) = ὤθησις, ὠθισμός, σπρώξιμο.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης