αμπονώρα (επίρρ.)
ενωρίς, πολύ πρωί – φράση: “αμπονωριάτικα θα πάμε στο ξένο σπίτι;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμπονώρα: (Ἰ. a buon ora) = ἀπ’ ὄρθρου, ἐνωρίς, πολὺ πρωΐ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης