αμπέλια
απαντά συνοδευόμενο από άλλη λέξη, κυρίως τη λέξη “κάνω” (-ει κ.λπ).
“Μας κάνει αμπέλια”, δηλ. αποφεύγει κουβέντες και συζητήσεις μαζί μας. “Της κάνει αμπέλια” = προσπαθεί να αποδεσμευτεί. “Είπε πως θα αγοράσει το χωράφι, αλλά βλέπω κάνει αμπέλια, φαίνεται το μετάνιωσε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμπέλια: /τὰ/ (ἀ-πέλας, πέλω, ἄμπελος) ἀπαντᾶται εἰς τὴν φράσιν: «κάνω ἀμπέλια» = ἀποφεύγω τὴν ἀπευθείας συνάντησιν ἢ ἐξήγησιν, κωλυσιεργῶ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης