Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμπαρώνω

τοποθετώ αμπάρα στην πόρτα μου, ασφαλίζω το σπίτι.
“Την αμπάρωσα στο σπίτι την τσούπρα, μη μου φύγει” – “Τους αμπάρωσα μέσα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀμπαρώνω:  (Ἰ. abbarrare) = ἀσφαλίζω διὰ μοχλοῦ τὴν θύραν.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.