άμπακος
[άβαξ, πινακίδα, πλάκα], ανεξιχνιάστος, απροσμέτρητος: “Τρώει τον άμπακα” – “Εδώ είναι … άμπακος”, δηλ. ανυπολόγιστα πράγματα, μεγάλες ποσότητες πραγμάτων φύρδην μίγδην, δε βρίσκει άκρη κανείς.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄμπακος: /ὁ/ (Ἰ. abbaco) = ἀνεξιχνίαστος, πολυγνώστης, σοφός, ἀπέραντος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
“εκείνες παιδί μ΄ είπανε τον άμπακο” : μιλούσαν ακατάπαυστα
Ηθογραφίες Λευκαδίτικες, Ανδρ. Φίλιππα Χαριτωνίδου / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας