Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

άμπακος

[άβαξ, πινακίδα, πλάκα], ανεξιχνιάστος, απροσμέτρητος: “Τρώει τον άμπακα” – “Εδώ είναι … άμπακος”, δηλ. ανυπολόγιστα πράγματα, μεγάλες ποσότητες πραγμάτων φύρδην μίγδην, δε βρίσκει άκρη κανείς.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἄμπακος:  /ὁ/ (Ἰ. abbaco) = ἀνεξιχνίαστος, πολυγνώστης, σοφός, ἀπέραντος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

“εκείνες παιδί μ΄ είπανε τον άμπακο” : μιλούσαν ακατάπαυστα
Ηθογραφίες Λευκαδίτικες, Ανδρ. Φίλιππα Χαριτωνίδου / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.