α-προπόζιτο (a proposito)
η απόφαση, η πρόθεση. (απροπόζιτο)
Η λέξη προτάσσεται κάποιας συζητήσεως, κάποιου θέματος, π.χ. ας έρθουμε στο θέμα μας τώρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
Από το ιταλ. a proposito ή το βενετ. a propòsito (= επί τη ευκαιρία).
(Π.Γ. Κριμπάς)