α-λα-σκάγια (επίρρ.)
με αναρριχτό το πανωφόρι ή το σακάκι στον έναν ώμο: “Έριξε τη χλαίνη α-λα-σκάγια κι έφυγε” – “έβαλες το σακάκι σου, βλέπω, α-λα-σκάγια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλασκάγια: /ἐπίρ./ (ἀλύσκω, ἀλυσκάδην) = ἀνάρριχτα, ἐπὶ τῶν ὤμων. «ἔρξε τὸ σουρτοῦκο τ’ ἀλασκάγια καὶ πάει».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
Όχι από το ἀλύσκω ή (σπανιότ.) ἀλυσκάζω (= αποφεύγω), καθώς αυτά δεν θα μπορούσαν ούτε φωνολογικά, ούτε μορφολογικά, ούτε σημασιολογικά να έχουν οδηγήσει στον τύπο α-λα-σκάγια, αλλά πιθανότατα από το βενετ. scàja (= λέπι, φιδοπουκάμισο και, συνεκδοχικά, δέρμα), τ.έ. a la scàja = πάνω στο δέρμα, απάνω μου/σου/του κ.λπ. Σημειωτέον ότι τύπος *ἀλυσκάδην δεν μαρτυρείται, αλλά φαίνεται ότι αποτελεί επινόηση του Χ. Λάζαρη
(Π.Γ. Κριμπάς)