Καλώ τις κότες, τις προσελκύω με κόλπα. Ξεπλανώ, εκμαυλίζω (παρασύρω). Γενικότερα “προσελκύω θηράματα απομιμούμενος την φωνήν αυτών” (Δημητράκος) ή “σαν τα πουλιά που τα μαυλίζει ο κράχτης” (Καζαντζ., Θ. Κωμ. 3, 117, στο Δημητράκο). βλ. και μαυλάω και μαυλίζω
προσκαλώ, προσελκύω διάφορα ζώα κοντά μου, με ειδικό ήχο και φωνή: μαυλάω τις κότες, τα περιστέρια, τα οικόσιτα ζώα κλπ. Πχ στις κότες λένε “πίλο … πίλο …πίλο … μ.. ” Δημ. Τραγ. :”Μαύλα τα περιστέρια σου / που ΄ρθανε στην αυλή μου / πετροκαλαματιανή μου.” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού . . . Περισσότερα