Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Αποτελέσματα αναζήτησης για ζόρκος

ζόρκος (ο) και ζῶρκος

ο γυμνός ή μισόγυμνος, και μεταφορικά ο φτωχικά ντυμένος. Παροιμία: “Τ΄ς ακαμάτρας το παιδί /ζόρκο, μόρκο περβατεί” – “γλυκός ο ύπνος την αυγή /ζόρκος ο κώλος τη Λαμπρή”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ζόρκος -α -ω (δορκάς, ζορκὰς) = γυμνός, πανελεύθερος (β. λ. ντόρκος). Ζῶρκος -α -ο . . . Περισσότερα

καμπέρα (η)

ποικιλία σιταριού, δίχως αγάνια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λεγόταν και κουτρουλό σιτάρι ή ζορκόσταρο επειδή δεν είχε άγανα (αγάνι), ήτανε ζόρκο απο άγανα (όχι ζόρικο). Η καμπέρα ήταν εισαγόμενο είδος σταριού. Ναπολέων Π. Δουβίτσας – άρθρα ΚΑΡΣΑΝΙΚΑ ΝΕΑ

μόρκος (ο)

ο παρατημένος, ο απεριποίητος. Παροιμία: “της ακαμάτρας το παιδί, / ζόρκο μόρκο περβατεί” Δημ. τραγ.: “ο ύπνος πάει τον τοίχο τοίχο / κι έλεγε τον τέτοιο μύθο / : όποιος εμένα αγάπησε / κι εγώ καλά τον έχω / εζόρκονε και μόρκονε και ξετραχηλωμένο”. φράσεις: “εκατάντησες ζόρκος και μόρκος” – . . . Περισσότερα

ντόρκος -α -ο

ο χωρίς επίβλεψη νέος ή νέα, ο τελείως ελεύθερος. φράσεις: “αυτή είναι ντόρκα, δε λογαριάζει κανέναν”. – “Πού γυρίζεις μαρή ντόρκα; δεν έχεις σπίτι;” – “Τον άφησαν τελείως ντόρκον. Ούτε που υπολογίζει μάνα ή πατέρα” – “Κοπάδι ντόρκο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ντόρκος -α -ο (δόρκος . . . Περισσότερα

ξεζορκιάζω -ομαι

απογυμνώνω, γδύνω -ομαι τελείως, μένω ζόρκος μτφ.: ντροπιάζω, (βλ. ξεβρακώνω) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεζορκιάζω (ἐκ-δορκάς, ζορκὰς) = ἀπογυμνῶ, γδύνω τελείως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ξεζορκιάζω = ἀπογυμνώνω, ξεζορικάστηκε (ξεγυμνώθηκε). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

ολοτσίτσιδος -η -ο

γυμνός, ζόρκος.  Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὁλοτσίτσ(ι)δος -η -ο (ὅλος, Ἰ. ciccia) = ὁλόγυμνος, ἀδαμιαῖος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Γυμνός, ολόγυμνος. Το τσιτσό στην παιδική ηλικία είναι το κρέας, Υποκοριστικό το ουσιαστικό τσιτσίδι κι απ΄ αυτό το επίθετο τσίτσιδος και ολοτσίτσιδος, ολόγυμνος. Καρσάνικα Γλωσσικά . . . Περισσότερα