φυό (το)

το πολύ τσουχτερό κρύο. “Αυτό δεν είναι αγριοκαίρι, είναι φυό, παιδί μου” καταστροφή στις καλλιέργειες λόγω κακοκαιρίας ή ασθενειών. “Καταστράφηκαν τ΄ αμπέλια , λες κι έπεσε φυό”. Κατάρα: “Να σε πάρ΄ το φυό”.