σκαμαγκίδα (η)

χοντρές νιφάδες χιονιού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σκαμαγκίδα = μεγάλες νιφάδες χιονιοῦ, ρίχνει μιά σκαμαγκίδα (ρίχνει κάτι νιφάδες). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής