μπραγάνι (το)

πυκνό δίχτυ ψαρέματος, που το ρίχνουν στη θάλασσα από τη βάρκα και το τραβούν με σκοινιά από την ξηρά. μτφ. :ο αποδοτικός και καλός νοικοκύρης. “Σωστό μπραγάνι είναι αυτός ο άνθρωπος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπραγάνι /τὸ/ (περὶ-γαγγάμη; Τ. bουραγὰν) = μικρὸν δίκτυον εἰς τὸ σχῆμα τῆς … Συνεχίστε να διαβάζετε το μπραγάνι (το).