μπούζος (ο)

η σχισά το διχτυού της τράτας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μποῦζος /ὁ/ (Ἰ. buso) = σχίσιμον εἰς τὸ δίκτυον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης