η μαρίδα πρασινωπού χρώματος, δεύτερης κατηγορίας, κοινώς μένουλα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μενίδα /ἡ/ = ὁ ἰχθῦς μαίνη ἡ ὑνιοδής, μένουλα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Αντιγράψτε και επικολλήστε αυτόν τον σύνδεσμο στον WordPress ιστότοπο για ενσωμάτωση
Αντιγράψτε και επικολλήστε αυτόν τον κώδικα στον ιστότοπό σας για να ενσωματωθεί