μαργώνω

ξεπαγιάζω απ΄ το κρύο, μουδιάζω Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαργώνω (Λ. mergo, Ἰ. mergare;) = πραΰνω, καταστέλλω τὸν πόνον, μουδιάζω ἀπὸ ψῦξιν, ξεπαγιάζω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Μαργόνω οὐδ. Ἀναισθητῶ, μαζουριάζω, ῥιγόω. Π. ἐμάργωσαν τὰ χέρια μου. –   τούτ’ ἡ γάτα, ποὺ μαργόνει, ὅλο ποντικοὺς μαζόνει. … Συνεχίστε να διαβάζετε το μαργώνω.