μαγιάρω

καθαρίζω τα δίχτυα της τράτας από τα μικρόψαρα που πιάστηκαν και προσπαθώντας να διαφύγουν από τις τρύπες των διχτυών διαμελίστηκαν. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαγιάρω (Ἰ. magagnare) = θανατοῦμαι εἰσχωρῶν μεταξὺ τῶν κενῶν τοῦ δικτύου. (λέγεται διὰ τοὺς μικροὺς ἰχθῦς οἱ ὁποῖοι εἰσχωροῦντες πρὸς διαφυγὴν μεταξὺ … Συνεχίστε να διαβάζετε το μαγιάρω.