γόλα (η)

το προγούλι πυκνό δίχτυ της τράτας μετά το “ρανέλλο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γόλα /ἡ/ (Ἰ. gola) = λιπώδης προβολὴ τῆς ὑπὸ τὸν πώγωνα χώρας, προγοῦλι, τὸ πέμπτον κατὰ σειρὰν καὶ πυκνότητα δίκτυον ποὺ προσαρμόζεται εἰς τὴν κατασκευὴν τῆς τράτας μετὰ τὸ «ριανέλλο». Tα Λευκαδίτικα – … Συνεχίστε να διαβάζετε το γόλα (η).