γουβιός (ο)

το ψάρι γουβιός ή γοβέος, αρχ. κωβιός. Οι ψαράδες της χώρας διαλαλούν: “Έχω καλούς γουβιοί …”. Ο γοβιός λέγεται και πετροβιός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γουβιὸς § εἶδος ἰχθύος. Σημ. Ὁ τῶν ἀρχαίων Κωβιός (Σύλλ. 29. 39). Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου