γιατσάρω

ανατριχιάζω, νιώθω ρίγος, ανατριχίλα. Φράση: “… με γιατσάρ΄σε…”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γιατσάρω (Ἰ. ghiacciare) = αἰσθάνομαι ψῦχος, παγωνιά, ψύχρα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης